- φορύσσω
- Α1. ανακατεύω, ζυμώνω («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.)2. κηλιδώνω, λερώνω («φορύξας αἵματι πολλῷ», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύσσω (< *φορυκjω) έχει σχηματιστεί από το θ. φορῠ- (βλ. λ. φορύνω) με ουρανική παρέκταση -κ- (πρβλ. θρῆνυ-ς: θρῆνυξ, μῶλυ-ς: μῶλυξ) και ενεστ. επίθημα -jω (πρβλ. μορύσσω, πλάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.